- αλστρεμερία
- (alstroemeria).Γένος ποωδών, πολυετών φυτών της οικογένειας των αμαρυλλιδών, ιθαγενών της Νότιας Αμερικής. Έχουν ρίζες κονδυλώδεις που τρώγονται, πλούσιες σε άμυλο. Ο βλαστός τους είναι λεπτός και μερικές φορές έρπει στο έδαφος. Τα άνθη τους είναι λευκά, κόκκινα ή κίτρινα. Τα περισσότερα από τα 50 είδη του γένους αυτού είναι καλλωπιστικά και από αυτά το σπουδαιότερο είναι η α. η λίγκτεια,φυτό της Χιλής, με άνθη ιώδη, ρόδινα ή λευκά, γνωστή και με το όνομα λιούτο, από τις ρίζες της οποίας παράγεται θρεπτική και τονωτική τροφή. Άλλα φυτά του γένους είναι γνωστά με το επιστημονικό τους όνομα α. η αιματόχροος,η α. η ποικιλόχροος και η α. η εξωτική που καλλιεργείται κυρίως σε γλάστρες για τα ωραία, λευκά της άνθη.
Dictionary of Greek. 2013.